κεραϊσμός

κεραϊσμός
κερᾰ-ϊσμός, ,
A devastation, D.H.16.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεραϊσμό — κεραϊσμός, ὁ (Α) [κεραΐζω] όλεθρος, καταστροφή …   Dictionary of Greek

  • κεραισμοί — κεραισμός devastation masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραΐζω — (ΑΜ) φονεύω, κατασφάζω (α. «τὰ κτήνη...κεραΐσαι τοῑς ξίφεσι», Σαθ. β. «Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. λεηλατώ, καταστρέφω, ερημώνω (α. «σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον», Ομ. Ιλ. β. «εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας», Ευρ.) 2. (σχετικά με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”